προστατικῆς

προστατικῆς
προστατικός
of
fem gen sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • προστατικός — ή, ό / προστατικός, ή, όν, ΝΑ νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον αδένα προστάτη («προστατικό υγρό») 2. το αρσ. ως ουσ. ο προστατικός αυτός που πάσχει από νόσο τού προστάτη 3. φρ. «προστατική μοίρα ουρήθρας» το αρχικό τμήμα τής ανδρικής …   Dictionary of Greek

  • προστατόρροια — η, Ν ιατρ. η εκροή από την ουρήθρα βλεννώδους υγρού προστατικής προελεύσεως, η οποία παρατηρείται στη χρόνια προστατίτιδα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. prostatorrhea < προστάτης + ῥοῖα «ροή»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”